FAQs About the word reedify

ξαναχτίζω

To edify anew; to build again after destruction.

χτίζω,μακιγιάζ,επανασυναρμολογώ,ανοικοδομώ,ανακατασκευάζω,Ανασυγκρότηση,αναβάθμιση,εγκαθίστατε,συναρμολογώ,κατασκευή

αποσυναρμολογώ,Αποσυναρμολογώ,διαμελίζω,καταρρίπτω,Απεργία,αφαιρώ,κατεδαφίζω,αποστερέω

reedification => Δασοποίηση, reeden => καλάμι, reeded => Ριγέ, reedbuck => reedbuck, reedbird => καλαμοκανάδα,