Greek Meaning of gloaming
λυκόφως
Other Greek words related to λυκόφως
- μελανιά
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτάδι
- λυκόφως
- μελαγχολία
- νύχτα
- λυκόφως
- σκιές
- φως κεριού
- μεσάνυχτα
- σκοτάδι
- Ημισκότεινα
- σκιά
- σκιά
- διακοπή ρεύματος
- Υπολειτουργία ηλεκτρικού δικτύου
- νεφοσκεπής
- λυκόφως
- ανία
- λιποθυμία
- μελαγχολία
- γκριζάδα
- Λυκόφως
- Θολότητα
- Θολούρα
- θολότητα
- Χλωμάδα
- σκιερός
- μελαγχολία
- δυσαρέσκεια
- Ανία
Nearest Words of gloaming
Definitions and Meaning of gloaming in English
gloaming (n)
the time of day immediately following sunset
gloaming (n.)
Twilight; dusk; the fall of the evening.
Sullenness; melancholy.
FAQs About the word gloaming
λυκόφως
the time of day immediately following sunsetTwilight; dusk; the fall of the evening., Sullenness; melancholy.
μελανιά,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτάδι,λυκόφως,μελαγχολία,νύχτα,λυκόφως,σκιές,φως κεριού,μεσάνυχτα
φλόγα,φωτεινότητα,Λάμψη,ημέρα,ηλιοφάνεια,λάμψη,λάμψη,φως,ελαφρότητα,σεληνόφως
gloam => λυκόφως, glitz => λάμψη, glittery => Λαμπερός, glitteringly => λαμπερά, glittering => Αστραφτερός,