Greek Meaning of candlelight

φως κεριού

Other Greek words related to φως κεριού

Definitions and Meaning of candlelight in English

Wordnet

candlelight (n)

the light provided by a burning candle

Webster

candlelight (n.)

The light of a candle.

FAQs About the word candlelight

φως κεριού

the light provided by a burning candleThe light of a candle.

μελανιά,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτάδι,λυκόφως,μελαγχολία,μεσάνυχτα,νύχτα,λυκόφως,σκιές,λυκόφως

φλόγα,φωτεινότητα,Λάμψη,ημέρα,ηλιοφάνεια,λάμψη,λάμψη,φως,ελαφρότητα,σεληνόφως

candleholder => Κηροπήγιο, candlefish => κερί, candleberry tree => Μυρτιά, candleberry => κandlspberry, candle power => Φωτεινή ισχύς,