Greek Meaning of grayness
γκριζάδα
Other Greek words related to γκριζάδα
- νεφοσκεπής
- λυκόφως
- ανία
- λιποθυμία
- μελαγχολία
- Θολότητα
- Θολούρα
- θολότητα
- Χλωμάδα
- Ανία
- μελανιά
- Ομίχλη
- Λυκόφως
- μελαγχολία
- διακοπή ρεύματος
- Υπολειτουργία ηλεκτρικού δικτύου
- φως κεριού
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτάδι
- συσκότιση.
- λυκόφως
- λυκόφως
- μελαγχολία
- μεσάνυχτα
- σκοτάδι
- νύχτα
- Ημισκότεινα
- σκιερός
- λυκόφως
- δυσαρέσκεια
- σκιές
Nearest Words of grayness
Definitions and Meaning of grayness in English
grayness (n)
a neutral achromatic color midway between white and black
grayness (n.)
The quality of being gray.
FAQs About the word grayness
γκριζάδα
a neutral achromatic color midway between white and blackThe quality of being gray.
νεφοσκεπής,λυκόφως,ανία,λιποθυμία,μελαγχολία,Θολότητα,Θολούρα,θολότητα,Χλωμάδα,Ανία
φλόγα,φωτεινότητα,Λάμψη,ημέρα,ηλιοφάνεια,λάμψη,λάμψη,φως,ελαφρότητα,σεληνόφως
grayly => γκρι, grayling => Γριβάδι, graylag goose => σταχτόχηνα, graylag => Χηνίσκος, grayish-white => Γκριζοάσπρος,