FAQs About the word grazer

βοσκό

One that grazes; a creature which feeds on growing grass or herbage.

τρώω,ταΐζω,ζωοτροφή,βοσκότοπος,Περιήγηση,μπουκιά,Θρόισμα,Υπερβόσκηση,εύρος,απόθεμα

γυάλισμα,λείο,μαλακώνω,κερί

grazed => βοσκούν, graze => βόσκω, graz => Γκρατς, gray-white => Γκρι-άσπρο, graywacke => Γκρίζα όστρακα,