Greek Meaning of brownout

Υπολειτουργία ηλεκτρικού δικτύου

Other Greek words related to Υπολειτουργία ηλεκτρικού δικτύου

Definitions and Meaning of brownout in English

Wordnet

brownout (n)

darkness resulting from the extinction of lights (as in a city invisible to enemy aircraft)

FAQs About the word brownout

Υπολειτουργία ηλεκτρικού δικτύου

darkness resulting from the extinction of lights (as in a city invisible to enemy aircraft)

διακοπή ρεύματος,μεσάνυχτα,μελανιά,φως κεριού,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτάδι,συσκότιση.,ανία,λυκόφως,μελαγχολία

φλόγα,φωτεινότητα,Λάμψη,ημέρα,ηλιοφάνεια,λάμψη,λάμψη,φως,ελαφρότητα,σεληνόφως

brown-nose => γλοιώδης, brownness => καφέ, brownist => Brownisti, brownism => μπράουνισμος, brownish-yellow => καφέ-κίτρινος,