FAQs About the word kvelled

καυχιόταν

to be extraordinarily proud

Χαρούμενος,χαρούμενος,καυχιόταν,γεμάτο,ενθουσιώδης,ενθουσιώδης,θριαμβολογούσε,δοξασμένος,έξαλλος,χάρηκε

λυπημένος,θρηνούσε,λυπήθηκα,έκλαψε,θρήνησε,θρήνησε

kvell => καμαρώνω, kufi => κουφικό, kudo => Kudo, kraits => κράιτ, kraals => κραάλ,