Greek Meaning of kvelled
καυχιόταν
Other Greek words related to καυχιόταν
Nearest Words of kvelled
Definitions and Meaning of kvelled in English
kvelled
to be extraordinarily proud
FAQs About the word kvelled
καυχιόταν
to be extraordinarily proud
Χαρούμενος,χαρούμενος,καυχιόταν,γεμάτο,ενθουσιώδης,ενθουσιώδης,θριαμβολογούσε,δοξασμένος,έξαλλος,χάρηκε
λυπημένος,θρηνούσε,λυπήθηκα,έκλαψε,θρήνησε,θρήνησε
kvell => καμαρώνω, kufi => κουφικό, kudo => Kudo, kraits => κράιτ, kraals => κραάλ,