FAQs About the word laborers

εργάτες

one that labors, one that works, a person who does unskilled physical work for wages

εργάτες,πεζοί στρατιώτες,Λάρβες,πιόνια,αγρότες,εργαζόμενοι,τσιράκια,δουλοπάροικοι,γρυλίσματα,δουλοπάροικοι

τεμπέληδες,shirkers,τεμπέλης,Γυμνοσάλιαγκες

labor camps => στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, labels => ετικέτες, la dolce vita => la dolce vita (Greek: η dolce vita), kvetchy => γκρινιάρης, kvetching => γκρινιάζω,