FAQs About the word drudges

δουλοπάροικοι

to force to do hard, menial, or monotonous work, a person who drudges, to do hard, menial, or monotonous work, one who is obliged to do menial work, menial or t

εργάτες,εργάτες,πεζοί στρατιώτες,Λάρβες,γρυλίσματα,πιόνια,αγρότες,εργαζόμενοι,τσιράκια,δουλοπάροικοι

τεμπέληδες,shirkers,τεμπέλης,Γυμνοσάλιαγκες

drudgeries => δουλειές, drubs => τσακίζει, drubbings => ξύλο, drowsed (off) => Υπνηλία (εκτός), drowse (off) => νυστάζω,