Greek Meaning of drowsed (off)
Υπνηλία (εκτός)
Other Greek words related to Υπνηλία (εκτός)
Nearest Words of drowsed (off)
Definitions and Meaning of drowsed (off) in English
drowsed (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word drowsed (off)
Υπνηλία (εκτός)
έπεσε,αποκοιμήθηκε,έβλεπε,Ξεκοιμήθηκα,ύπνος γάτας,νύσταξε,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,χειμέρια νάρκη,υπνάκος
προέκυψε,διεγερμένος,ξύπνησα,τριαντάφυλλο,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνιος
drowse (off) => νυστάζω, drowns => πνίγεται, droves => πλήθος, drovers => βοσκοί, drove (away or off) => οδήγησε (μακριά ή έφυγε),