FAQs About the word drowsed (off)

Υπνηλία (εκτός)

έπεσε,αποκοιμήθηκε,έβλεπε,Ξεκοιμήθηκα,ύπνος γάτας,νύσταξε,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,χειμέρια νάρκη,υπνάκος

προέκυψε,διεγερμένος,ξύπνησα,τριαντάφυλλο,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνιος

drowse (off) => νυστάζω, drowns => πνίγεται, droves => πλήθος, drovers => βοσκοί, drove (away or off) => οδήγησε (μακριά ή έφυγε),