Greek Meaning of napped

υπνάκος

Other Greek words related to υπνάκος

Definitions and Meaning of napped in English

Wordnet

napped (s)

(of fabrics) having soft nap produced by brushing

Webster

napped (imp. & p. p.)

of Nap

FAQs About the word napped

υπνάκος

(of fabrics) having soft nap produced by brushingof Nap

νύσταξε,νυσταγμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,αποκοιμήθηκε,άφησε σε ηρεμία,ύπνος γάτας,ανεβασμένο,ξαπλωμένος,τοποθετημένο

προέκυψε,διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνησα,σηκώθηκε,τριαντάφυλλο,διεγερμένος,ξύπνησε,ξυπνάω,ξύπνιος

nappe => χαρτοπετσέτα, napoli => Νάπολη, napoleonist => ναπολεόντειος, napoleonic wars => Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, napoleonic => ναπολεόντειος,