FAQs About the word awaked

ξύπνιος

of Awake, of Awake

διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνησε,κουνήθηκε,διαταραγμένος,ενθουσιασμένος,έγκυος

Γαλήνεψε,υπνωτισμένος,μαγεμένος

awake => ξύπνιος, awaiting => εν αναμονή, awaited => αναμενόμενο, await => περιμένω, avuncular => θειο-,