Greek Meaning of woke
ξύπνιος
Other Greek words related to ξύπνιος
Nearest Words of woke
Definitions and Meaning of woke in English
woke ()
of Wake
woke (imp. & p. p.)
Wake.
FAQs About the word woke
ξύπνιος
of Wake, Wake.
διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνησα,διεγερμένος,ξύπνησε,διαταραγμένος,ενθουσιασμένος,έγκυος,ανυψωμένο
Γαλήνεψε,υπνωτισμένος,μαγεμένος
wok => γουόκ, wog => Γουόγκ, wofulness => Δυστυχία, wofully => θλιβερά, woful => θλιβερός,