FAQs About the word woke

ξύπνιος

of Wake, Wake.

διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνησα,διεγερμένος,ξύπνησε,διαταραγμένος,ενθουσιασμένος,έγκυος,ανυψωμένο

Γαλήνεψε,υπνωτισμένος,μαγεμένος

wok => γουόκ, wog => Γουόγκ, wofulness => Δυστυχία, wofully => θλιβερά, woful => θλιβερός,