FAQs About the word wakened

ξύπνησε

of Waken

διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,διεγερμένος,άγρυπνος,περίπου,ενήμερος,άυπνος,αναβίωσε,βγήκε από το κρεβάτι

κοιμισμένος,αδρανής,ξεκούραστος,κοιμάται,αμετανόητος,νυσταγμένος,ονειρευόμενος,Υπνηλία,μεσημεριανό ύπνο,κούνημα

waken => ξυπνώ, wakeless => Αγρυπνία, wakefulness => εγρήγορση, wakeful => άγρυπνος, waked => ξύπνιος,