Greek Meaning of unawakened
αμετανόητος
Other Greek words related to αμετανόητος
Nearest Words of unawakened
Definitions and Meaning of unawakened in English
unawakened (a)
not aroused or activated
unawakened (s)
still asleep
FAQs About the word unawakened
αμετανόητος
not aroused or activated, still asleep
κοιμισμένος,αδρανής,Υπνηλία,ξεκούραστος,κοιμάται,αδρανής,υπνηλία,υπνηλίας,νυσταγμένος,υπνηλία
ξύπνιος,ξύπνιος,άυπνος,άυπνος,άγρυπνος,ξύπνιος,περίπου,διεγερμένος,διεγερμένος,ξύπνησε
unavowed => αδήλωτος, unavoided => αναπόφευκτο, unavoidably => αναπόφευκτα, unavoidable casualty => αναπόφευκτη απώλεια, unavoidable => αναπόφευκτο,