FAQs About the word unavoided

αναπόφευκτο

Not avoided or shunned., Unavoidable; inevitable.

No synonyms found.

No antonyms found.

unavoidably => αναπόφευκτα, unavoidable casualty => αναπόφευκτη απώλεια, unavoidable => αναπόφευκτο, unavoidability => αναπόφευκτο, unavenged => ατιμώρητος,