Greek Meaning of unavailability

μη διαθεσιμότητα

Other Greek words related to μη διαθεσιμότητα

Definitions and Meaning of unavailability in English

Wordnet

unavailability (n)

the quality of not being available when needed

FAQs About the word unavailability

μη διαθεσιμότητα

the quality of not being available when needed

πληρότητα,απροσβασιμότητα,Απροσπελασιμότητα,πληρότης

διαθεσιμότητα,Προσβασιμότητα,Εφικτότητα,σαφήνεια,ανοιχτότητα,διαθεσιμότητα,κενότητα,δυνατότητα απόκτησης,κενή θέση,κενότητα

unauthorized absence => Αδικαιολόγητη απουσία, unauthorized => μη εξουσιοδοτημένος, unauthorize => Μη εξουσιοδοτημένος, unauthorised => μη εξουσιοδοτημένο, unauthentic => μη αυθεντικός,