Greek Meaning of dozy
υπνηλία
Other Greek words related to υπνηλία
Nearest Words of dozy
Definitions and Meaning of dozy in English
dozy (s)
half asleep
dozy (a.)
Drowsy; inclined to doze; sleepy; sluggish; as, a dozy head.
FAQs About the word dozy
υπνηλία
half asleepDrowsy; inclined to doze; sleepy; sluggish; as, a dozy head.
Υπνηλία,ξεκούραστος,κοιμάται,νυσταγμένος,κοιμισμένος,υπνηλός,υπνηλία,υπνηλίας,αδρανής,νυσταγμένος
συναγερμός,ξύπνιος,συνειδητός,ανήσυχος,άγρυπνος,ξύπνιος,ανήσυχος,άυπνος,άυπνος
dozing => νυσταγμένος, doziness => υπνηλία, dozer => μπουλντόζα, dozenth => δωδέκατος, dozens => δεκάδες,