Greek Meaning of resting
ξεκούραστος
Other Greek words related to ξεκούραστος
Nearest Words of resting
Definitions and Meaning of resting in English
resting (p. pr. & vb. n.)
of Rest
resting ()
a. & n. from Rest, v. t. & i.
FAQs About the word resting
ξεκούραστος
of Rest, a. & n. from Rest, v. t. & i.
κοιμισμένος,κοιμάται,Σε ηρεμία,αδρανής,νυσταγμένος,μεσημεριανό ύπνο,κούνημα,αδρανής,Επιφανειακός λήθαργος,ονειρευόμενος
ξύπνιος,ενήμερος,συνειδητός,άυπνος,άγρυπνος,ξύπνιος,διεγερμένος,αναβίωσε,πάνω,ενθουσιασμένος
restiness => ανησυχία, restinction => περιορισμός, restily => ανήσυχος, restiform => ενηρμάτινος, restiffness => αντίσταση,