Greek Meaning of astir

ενθουσιασμένος

Other Greek words related to ενθουσιασμένος

Definitions and Meaning of astir in English

Wordnet

astir (s)

out of bed

on the move

Webster

astir (adv. & a.)

Stirring; in a state of activity or motion; out of bed.

FAQs About the word astir

ενθουσιασμένος

out of bed, on the moveStirring; in a state of activity or motion; out of bed.

απασχολημένος,βόμβος,βόμβος,ζωηρός,ακμάζων,Ζωηρός,βουίζω,ζωντανός,κινούμενη,ζωηρός

νεκρός,αδρανής,άψυχο,νυσταγμένος,κοιμισμένος

astipulation => όρος, astipulate => άνευ ζωηρών, astilbe japonica => διαβολοψάλτης ο ιαπωνικός, astilbe chinensis pumila => Astilbe chinensis pumila, astilbe biternata => Αστραία η διπλά τριχωτή,