Greek Meaning of astipulate
άνευ ζωηρών
Other Greek words related to άνευ ζωηρών
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of astipulate
- astilbe japonica => διαβολοψάλτης ο ιαπωνικός
- astilbe chinensis pumila => Astilbe chinensis pumila
- astilbe biternata => Αστραία η διπλά τριχωτή
- astilbe => Αστράγαλος
- astigmia => αστιγματισμός
- astigmatism => αστιγματισμός
- astigmatic => Αστιγματικός
- asthmatical => άσθματικος
- asthmatic => άσθματικός
- asthma paper => Άρθρο για το άσθμα
Definitions and Meaning of astipulate in English
astipulate (v. i.)
To assent.
FAQs About the word astipulate
άνευ ζωηρών
To assent.
No synonyms found.
No antonyms found.
astilbe japonica => διαβολοψάλτης ο ιαπωνικός, astilbe chinensis pumila => Astilbe chinensis pumila, astilbe biternata => Αστραία η διπλά τριχωτή, astilbe => Αστράγαλος, astigmia => αστιγματισμός,