Greek Meaning of abounding

άφθονος

Other Greek words related to άφθονος

Definitions and Meaning of abounding in English

Wordnet

abounding (s)

existing in abundance

Webster

abounding (p. pr. & vb. n.)

of Abound

FAQs About the word abounding

άφθονος

existing in abundanceof Abound

άφθονος,πλημμυρισμένος,έκρηξη,γεμάτο,γεμάτος,συσκευασμένο,πλήρης,διαδεδομένος,σφύζων,υπερχειλής

Γυμνός,άγονο,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,σκληρός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής,εξαντλημένος

abounded => έβριθαν, abound in => αφθονούν σε, abound => Αφθονούν, aboulic => αβουλικός, aboulia => αβουλία,