Greek Meaning of bulging

εξογκωμένος

Other Greek words related to εξογκωμένος

Definitions and Meaning of bulging in English

Wordnet

bulging (a)

curving or bulging outward

Wordnet

bulging (s)

curving outward

Webster

bulging (p. pr. & vb. n.)

of Bulge

FAQs About the word bulging

εξογκωμένος

curving or bulging outward, curving outwardof Bulge

φυσήθηκε,διασταλμένος,Διατεταμένος,εξέχων,πρησμένος,Ογκώδης,Κιρσοί,φουσκωμένος,ανατιναγμένος,επεκταθεί

κατέρρευσε,ξεφούσκωτος,αποσυμφορητικό

bulginess => εξόγκωμα, bulghur => πλιγούρι, bulger => Μπουλγούρι, bulged => κυρτός, bulge out => Εξογκώνω,