FAQs About the word overinflated

υπερβολικός

to inflate (something) too much

πρησμένος,φουσκωμένος,φυσήθηκε,Διατεταμένος,φουσκωμένος,οιδηματώδης,Ογκώδης,Κιρσοί,κιρσοί,μπαλόνι

κατέρρευσε,ξεφούσκωτος,αποσυμφορητικό

overindulging => Υπερβολή, overindulged => Παραεφάγα, overheads => γενικά έξοδα, overhauls => αναθεωρήσεις, overgrows => υπεραναπτύσσεται,