Greek Meaning of overflows
Ξεχειλίζω
Other Greek words related to Ξεχειλίζω
- πλημμύρες
- χείμαρροι
- λουτρά
- κατακλυσμοί
- Πλημμύρα
- εισροές
- πλημμύρες
- ποτάμια
- ρεύματα
- Παλίρροιες
- προσχώσεις
- χιονοστιβάδες
- χιονοθύελλες
- καταρράκτες
- κατακλυσμοί
- Καταρράκτης
- μπόρες
- ρεύματα
- εκκρίσεις
- υπερβολές
- κοκκινίζω
- ροές
- περίσσειες
- αναβλύζει
- εισροές
- Νιαγάρας
- εκροές
- εκχύσεις
- εξαπλώσεις
- τα πλεονάσματα
- αποτυχίες
- καταρράκτες
Nearest Words of overflows
- overfilling => υπερπλήρωση
- overfilled => γεμάτο
- overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος
- overexuberant => υπερβολικά ενθουσιώδης
- overextravagant => Υπερβολικά εξωφρενικός
- overextending => Υπερέκταση
- overextended => Υπερβολική επέκταση
- overexposing => Υπερέκθεση
- overexposes => υπερεκθέτει
- overexposed => υπερεκτεθειμένο
Definitions and Meaning of overflows in English
overflows
an outlet or receptacle for surplus liquid, to cover with or as if with water, to flow over bounds, to fill a space to capacity and spread beyond its limits, to cause to overflow, something that flows over, to fill a space up and spread beyond its limits, an outlet or container for liquid that overflows, to flow over the brim or top of, a flowing over, an excessive flow or amount, to flow over the brim of
FAQs About the word overflows
Ξεχειλίζω
an outlet or receptacle for surplus liquid, to cover with or as if with water, to flow over bounds, to fill a space to capacity and spread beyond its limits, to
πλημμύρες,χείμαρροι,λουτρά,κατακλυσμοί,Πλημμύρα,εισροές,πλημμύρες,ποτάμια,ρεύματα,Παλίρροιες
ξηρασίες,σταγόνες,ξηρασία,στάζει,σταγόνες
overfilling => υπερπλήρωση, overfilled => γεμάτο, overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος, overexuberant => υπερβολικά ενθουσιώδης, overextravagant => Υπερβολικά εξωφρενικός,