Greek Meaning of overexposed
υπερεκτεθειμένο
Other Greek words related to υπερεκτεθειμένο
Nearest Words of overexposed
- overexerting => υπερκόπωση
- overexerted => Υπερβολικά καταπονημένος
- overevaluation => υπεραξιολόγηση
- overestimating => Υπερεκτίμηση
- overestimated => υπερεκτιμημένο
- overemphasizing => υπερτονίζοντας
- overemphasized => Υπερτονισμένος
- overeducated => υπερεκπαιδευμένος
- overeats => Τρώει υπερβολικά
- overeaters => υπερφαγικοί
- overexposes => υπερεκθέτει
- overexposing => Υπερέκθεση
- overextended => Υπερβολική επέκταση
- overextending => Υπερέκταση
- overextravagant => Υπερβολικά εξωφρενικός
- overexuberant => υπερβολικά ενθουσιώδης
- overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος
- overfilled => γεμάτο
- overfilling => υπερπλήρωση
- overflows => Ξεχειλίζω
Definitions and Meaning of overexposed in English
overexposed
to expose excessively, to expose (as photographic material) for a longer time than is needed or desirable, to expose to excessive radiation (such as light), to expose (someone, such as a celebrity) to excessive publicity especially to the extent that attraction is diminished
FAQs About the word overexposed
υπερεκτεθειμένο
to expose excessively, to expose (as photographic material) for a longer time than is needed or desirable, to expose to excessive radiation (such as light), to
βαρετό,εξαντλημένος,υπερβολική χρήση,δημοφιλής,στερεότυπος,εξαντλημένος,Τριμμένο,κουρασμένος,Χυδαίοποίηση,τραχύ
No antonyms found.
overexerting => υπερκόπωση, overexerted => Υπερβολικά καταπονημένος, overevaluation => υπεραξιολόγηση, overestimating => Υπερεκτίμηση, overestimated => υπερεκτιμημένο,