Greek Meaning of coarsened
τραχύ
Other Greek words related to τραχύ
Nearest Words of coarsened
- coarseness => Αδρότητα
- coarse-textured => Χονδρό
- coarticulation => Συναρθρωτισμός
- co-assessor => συν-αξιολογητής
- coast => ακτή
- coast and geodetic survey => Υπηρεσία χαρτογράφησης ακτογραμμής και γεωδαισίας
- coast banksia => banksia της ακτής
- coast boykinia => Boykinia pantai
- coast lily => Λείρι της ακτής
- coast live oak => Δρυς η ζωντανή
Definitions and Meaning of coarsened in English
coarsened (s)
made coarse or crude by lack of skill
FAQs About the word coarsened
τραχύ
made coarse or crude by lack of skill
Τραχύς,ανομοιόμορφος,τραχύς,γρατζουνισμένο
βουρτσισμένο,γυαλισμένο,επικαλυμμένο,Λιπασμένος,λαδερό,έδαφος,λιπασμένος,λαδωμένο,γυαλισμένο,τρίβεται
coarsen => Κοκκίνισμα, coarsely => χονδρικά, coarse-haired => τραχύτριχος, coarse-grained => χονδρόκοκκο, coarse-furred => με τραχύ τρίχωμα,