Greek Meaning of waxed

κέρωμα

Other Greek words related to κέρωμα

Definitions and Meaning of waxed in English

Wordnet

waxed (a)

treated with wax

Webster

waxed (imp.)

of Wax

Webster

waxed (p. p.)

of Wax

Webster

waxed (imp. & p. p.)

of Wax

FAQs About the word waxed

κέρωμα

treated with waxof Wax, of Wax, of Wax

βουρτσισμένο,γυαλισμένο,γυαλισμένο,επικαλυμμένο,Υαλωμένο,γυαλισμένο,τρίβεται,γυαλισμένος,Λιπασμένος,έδαφος

τραχύς,Τραχύς,γρατζουνισμένο,ανομοιόμορφος,τραχύ

wax-chandler => Κηροπλάστης, waxbird => Κιτρινοσπίνος, waxbill => κηρομύτης, waxberry => Μυρτιά, wax plant => Κερίνη φυτό,