Greek Meaning of burnished
γυαλισμένο
Other Greek words related to γυαλισμένο
Nearest Words of burnished
- burnish => γυαλίζω
- burning bush => Φλεγόμενη βάτος
- burning at the stake => Καύση στην πυρά
- burning => καίγοντας
- burniebee => Μπέρνι Μπι
- burnham => Μπέρναμ
- burnettizing => Επεξεργασίας με τον τρόπο του Burnet
- burnettize => Επεξεργασία με βορνετίζ
- burnett => Μπέρνετ
- burnet bloodwort => Σαγκουινάρια του Καναδά
Definitions and Meaning of burnished in English
burnished (s)
made smooth and bright by or as if by rubbing; reflecting a sheen or glow
burnished (imp. & p. p.)
of Burnish
FAQs About the word burnished
γυαλισμένο
made smooth and bright by or as if by rubbing; reflecting a sheen or glowof Burnish
λαμπερό,λαμπερός,γυαλιστερός,γυαλισμένο,τρίβεται,σατέν,κομψός,γυαλισμένο,Αστραφτερός,λαμπερός
αχνός,βαρετό,επίπεδος,θαμπό,Τάπητας,θαμπό,ματ,ματ,ακατέργαστος
burnish => γυαλίζω, burning bush => Φλεγόμενη βάτος, burning at the stake => Καύση στην πυρά, burning => καίγοντας, burniebee => Μπέρνι Μπι,