Greek Meaning of glossy
γυαλιστερός
Other Greek words related to γυαλιστερός
Nearest Words of glossy
- glossoptosis => Γλωσσοπτωσία
- glossopsitta versicolor => Πολύχρωμος λόρι
- glossopsitta => Γκλοσόψιτα
- glossopharyngeal nerve => Γλωσσοφαρυγγικό νεύρο
- glossopharyngeal => Γλωσσοφαρυγγικός
- glossology => Γλωσσολογία
- glossological => Γλωσσολογικός
- glossolaly => Γλωσσολαλιά
- glossolalia => γλωσσολαλία
- glossohyal => Γλωσσοϋοειδές
- glossy snake => γυαλιστερό φίδι
- glossy-coated => γυαλιστερό τρίχωμα
- glossy-furred => Με γυαλιστερό τρίχωμα
- glossy-haired => με λαμπερό τρίχωμα
- glost => μπισκότο (κεραμικής)
- glost oven => Κλίβανος καψιματος
- glottal => γλωσσικός
- glottal catch => γλωττιδικός συμπλέκτης
- glottal plosive => Γλωττιδοεκρηκτικό
- glottal stop => Γλωττιδική στάση
Definitions and Meaning of glossy in English
glossy (n)
a magazine printed on good quality paper
a photograph that is printed on smooth shiny paper
glossy (s)
based on pretense; deceptively pleasing
(of paper and fabric and leather) having a surface made smooth and shiny especially by pressing between rollers
reflecting light
superficially attractive and stylish; suggesting wealth or expense
glossy (superl.)
Smooth and shining; reflecting luster from a smooth surface; highly polished; lustrous; as, glossy silk; a glossy surface.
Smooth; specious; plausible; as, glossy deceit.
FAQs About the word glossy
γυαλιστερός
a magazine printed on good quality paper, a photograph that is printed on smooth shiny paper, based on pretense; deceptively pleasing, (of paper and fabric and
λαμπερός,γυαλισμένο,σατέν,κομψός,γυαλισμένο,γυαλισμένο,λαμπερό,Αστραφτερός,λαμπερός,τρίβεται
αχνός,βαρετό,επίπεδος,θαμπό,Τάπητας,ματ,θαμπό,ματ,ακατέργαστος
glossoptosis => Γλωσσοπτωσία, glossopsitta versicolor => Πολύχρωμος λόρι, glossopsitta => Γκλοσόψιτα, glossopharyngeal nerve => Γλωσσοφαρυγγικό νεύρο, glossopharyngeal => Γλωσσοφαρυγγικός,