Greek Meaning of semigloss

ημιγυαλιστερό

Other Greek words related to ημιγυαλιστερό

Definitions and Meaning of semigloss in English

Wordnet

semigloss (n)

a paint that dries with a finish between glossy and flat

FAQs About the word semigloss

ημιγυαλιστερό

a paint that dries with a finish between glossy and flat

βουρτσισμένο,γυαλιστερός,τρίβεται,σατέν,κομψός,γυαλισμένο,γυαλισμένο,Κέλυφος αυγού,Υαλωμένο,λαμπερός

αχνός,βαρετό,επίπεδος,Τάπητας,ματ,θαμπό,θαμπό,ματ,ακατέργαστος

semiformed => Ημι-μορφοποιημένη, semi-formal => ημιεπίσημο, semiformal => Ημιεπίσημο, semiform => ημιεπίσημος, semifluidity => Ημιρευστότητα,