Greek Meaning of brushed
βουρτσισμένο
Other Greek words related to βουρτσισμένο
Nearest Words of brushed
- brush wolf => Πινέλο λύκος
- brush wheel => βούρτσα τροχός
- brush up => ανανεώνω
- brush turkey => Βούρτσα γαλοπούλα
- brush on => πινέλο
- brush off => Αγνοώ
- brush kangaroo => Καγκουρό με ουρά σαν βούρτσα
- brush fire => Δασική πυρκαγιά
- brush down => Βουρτσίστε προς τα κάτω
- brush discharge => εκκένωση βούρτσας
- brusher => Βούρτσα
- brush-footed butterfly => Βούρτσες
- brushiness => βουρτσάρισμα
- brushing => βούρτσισμα
- brushite => Βρουσίτης
- brushlike => βουρτσίσιος
- brush-off => αγνοώ
- brush-tail porcupine => Σκίουρος με ορθή ουρά
- brush-tailed phalanger => Βουρτσοουρό κινέτα
- brush-tailed porcupine => Αχινός με ουρά που μοιάζει με βούρτσα
Definitions and Meaning of brushed in English
brushed (s)
touched lightly in passing; grazed against
(of hair or clothing) groomed with a brush
(of fabrics) having soft nap produced by brushing
brushed (imp. & p. p.)
of Brush
FAQs About the word brushed
βουρτσισμένο
touched lightly in passing; grazed against, (of hair or clothing) groomed with a brush, (of fabrics) having soft nap produced by brushingof Brush
γυαλισμένο,λαμπερός,γυαλιστερός,γυαλισμένο,τρίβεται,γυαλισμένο,Υαλωμένο,λουστραρισμένο,λαμπερός,σατέν
αχνός,βαρετό,επίπεδος,Τάπητας,θαμπό,θαμπό,ματ,ματ,ακατέργαστος
brush wolf => Πινέλο λύκος, brush wheel => βούρτσα τροχός, brush up => ανανεώνω, brush turkey => Βούρτσα γαλοπούλα, brush on => πινέλο,