Greek Meaning of glottal

γλωσσικός

Other Greek words related to γλωσσικός

Definitions and Meaning of glottal in English

Wordnet

glottal (a)

of or relating to or produced by the glottis

Webster

glottal (a.)

Of or pertaining to, or produced by, the glottis; glottic.

FAQs About the word glottal

γλωσσικός

of or relating to or produced by the glottisOf or pertaining to, or produced by, the glottis; glottic.

υπερωικός,ουρανικό,πνιγμένος,ραγισμένο,δυσαρμονικός,λαρυγγικός,δυσαρμονικός,θορυβώδης,τεταμένος,στραγγαλισμένος

ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,κατευναστικός,γλυκό,τρυφερό,ευφωνος,ολίσθηση

glost oven => Κλίβανος καψιματος, glost => μπισκότο (κεραμικής), glossy-haired => με λαμπερό τρίχωμα, glossy-furred => Με γυαλιστερό τρίχωμα, glossy-coated => γυαλιστερό τρίχωμα,