Greek Meaning of scraping
ξύσιμο
Other Greek words related to ξύσιμο
- λειαντικό
- άλεση
- ενοχλητικός
- ξύσιμο
- κακόφωνος
- Χοντρός
- ραγισμένο
- ασύμφωνος
- σίτα
- χαλίκι
- πετρώδης
- γρύλισμα
- λαρυγγικός
- βραχνός
- ράσπα
- θορυβώδης
- τραχύς
- Σκουριασμένος
- τραχύς
- τσιριχτός
- στριγγός
- κραυγάζοντας
- κρώξιμο
- πνιγμένος
- κρώξιμο
- βραχνός
- δυσαρμονικός
- βαρύς
- χάσκι
- δυσαρμονικός
- βραχνός
- τεταμένος
- στραγγαλισμένος
- βραχνός
- δυσμουσικός
- γκρινιάρης
Nearest Words of scraping
Definitions and Meaning of scraping in English
scraping (n)
(usually plural) a fragment scraped off of something and collected
a harsh noise made by scraping
a deep bow with the foot drawn backwards (indicating excessive humility)
scraping (p. pr. & vb. n.)
of Scrape
scraping (n.)
The act of scraping; the act or process of making even, or reducing to the proper form, by means of a scraper.
Something scraped off; that which is separated from a substance, or is collected by scraping; as, the scraping of the street.
scraping (a.)
Resembling the act of, or the effect produced by, one who, or that which, scrapes; as, a scraping noise; a scraping miser.
FAQs About the word scraping
ξύσιμο
(usually plural) a fragment scraped off of something and collected, a harsh noise made by scraping, a deep bow with the foot drawn backwards (indicating excessi
λειαντικό,άλεση,ενοχλητικός,ξύσιμο,κακόφωνος,Χοντρός,ραγισμένο,ασύμφωνος,σίτα,χαλίκι
ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό,τρυφερό
scrapie => Σκράπι, scrapheap => σκουπιδότοπος, scraper => ξύστρα, scrapepenny => Φιλάργυρος, scraped => ξυσμένος,