Greek Meaning of croaking
κρώξιμο
Other Greek words related to κρώξιμο
- βαρύς
- βραχνός
- χάσκι
- Χοντρός
- βραχνός
- σίτα
- χαλίκι
- πετρώδης
- ράσπα
- βραχνός
- Σκουριασμένος
- τραχύς
- βραχνός
- λειαντικό
- κακόφωνος
- κρώξιμο
- πνιγμένος
- ραγισμένο
- ασύμφωνος
- δυσαρμονικός
- άλεση
- γρύλισμα
- λαρυγγικός
- δυσαρμονικός
- ενοχλητικός
- θορυβώδης
- τραχύς
- ξύσιμο
- ξύσιμο
- τσιριχτός
- τεταμένος
- στραγγαλισμένος
- στριγγός
- δυσμουσικός
- γκρινιάρης
- κραυγάζοντας
Nearest Words of croaking
Definitions and Meaning of croaking in English
croaking (n)
a harsh hoarse utterance (as of a frog)
FAQs About the word croaking
κρώξιμο
a harsh hoarse utterance (as of a frog)
βαρύς,βραχνός,χάσκι,Χοντρός,βραχνός,σίτα,χαλίκι,πετρώδης,ράσπα,βραχνός
ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό,τρυφερό
croaker => Τρίγλια, croak => κράζω, cro => κορών, crna gora => Μαυροβούνιο, crixivan => ΚRIXIVAN,