FAQs About the word gliding

ολίσθηση

the activity of flying a gliderof Glide

κρεμαστό,Αιωρούμενο,Ιστιοπλοΐα,παρασυρμός,επιπλέων,ελεύθερα αιωρούμενο,ήρεμος,κυματίζω,Επιπλέων,πλημμυρισμένος

βύθιση,βυθισμένο,ψηλά και στεγνό

glider => ανεμόπτερο, gliden => γλίστρημα, glided => γλίστρησε, glide-bomb => βόμβα ανεμοπτέρου, glide slope => κεκλιμένη ευθεία,