Greek Meaning of unsinkable
Αβύθιστο
Other Greek words related to Αβύθιστο
Nearest Words of unsinkable
Definitions and Meaning of unsinkable in English
unsinkable (a)
incapable of being sunk
FAQs About the word unsinkable
Αβύθιστο
incapable of being sunk
Επιπλέων,πλευστό,επιπλέων,επιπλέων,Ιστιοπλοΐα,ελεύθερα αιωρούμενο,κρεμαστό,Αιωρούμενο,ήρεμος
βύθιση,βυθισμένο,ψηλά και στεγνό,προσγειωμένος
unsinew => ξενευρώνω, unsincerity => Ανειλικρίνεια, unsincere => ειλικρινής, unsin => ανώμαλος, unsimplicity => Απλότητα,