FAQs About the word aground

προσγειωμένος

stuck in a place where a ship can no longer float, with the bottom lodged on the groundOn the ground; stranded; -- a nautical term applied to a ship when its bo

εγκλωβισμένος,προσγειωμένος-η,προσγειώθηκε,Εγκλωβισμένος

Επιπλέων,εκτός ακτής

agrotechny => Αγροτεχνική, agrostology => Γραμιδική, agrostologist => αγροστάλτης, agrostological => αγροστολογικός, agrostologic => αγροστολογικός,