FAQs About the word stranded

Εγκλωβισμένος

cut off or left behind

εγκλωβισμένος,προσγειωμένος-η,προσγειώθηκε,προσγειωμένος,ψηλά και στεγνό

Επιπλέων,εκτός ακτής

strand wolf => λύκος της παραλίας, strand => Κλώνος, strake => λωρίδα, straits => πορθμοί, strait-laced => μουντρούχος,