Greek Meaning of grounded
προσγειωμένος-η
Other Greek words related to προσγειωμένος-η
Nearest Words of grounded
- groundcover => Κάλυμμα εδάφους
- ground-controlled approach => κατεύθυνση προσέγγισης εδάφους
- groundbreaking ceremony => θεμελίωση
- groundbreaking => καινοτομικός
- groundbreaker => πρωτοπόρος
- ground-berry => Κράνμπερι
- groundberry => Μύρτιλλο
- groundball => Γκράουντμπολ
- groundage => ναυλίσκος
- ground zero => σημείο μηδέν
Definitions and Meaning of grounded in English
grounded (imp. & p. p.)
of Ground
FAQs About the word grounded
προσγειωμένος-η
of Ground
προσγειώθηκε,Εγκλωβισμένος,προσγειωμένος,εγκλωβισμένος,ψηλά και στεγνό
Επιπλέων,εκτός ακτής
groundcover => Κάλυμμα εδάφους, ground-controlled approach => κατεύθυνση προσέγγισης εδάφους, groundbreaking ceremony => θεμελίωση, groundbreaking => καινοτομικός, groundbreaker => πρωτοπόρος,