Greek Meaning of groundbreaking
καινοτομικός
Other Greek words related to καινοτομικός
- Έξυπνος
- δημιουργικός
- φρέσκος
- καινοτόμος
- μυθιστόρημα
- πρωτότυπο
- περιπετειώδης
- επινοητικός
- κατάλληλος
- όμορφος
- φανταστικός
- ευφυής
- Δημιουργικός
- καθαρός
- Πρακτικός
- χρήσιμος
- οραματιστής
- επιδέξιος
- Λίγο πιο έξυπνος
- σύνθετος
- επιδέξιος
- ειδικός
- μανουσάκηδες
- πρακτικός
- έξυπνος
- έξυπνος
- έξυπνος
- εκλεπτυσμένος
- δύσκολος
Nearest Words of groundbreaking
- groundbreaking ceremony => θεμελίωση
- ground-controlled approach => κατεύθυνση προσέγγισης εδάφους
- groundcover => Κάλυμμα εδάφους
- grounded => προσγειωμένος-η
- groundedly => βασισμένη
- ground-effect machine => Σκάφος επί εφέδρου εδάφους
- ground-emplaced mine => Νάρκη εδάφους
- grounden => αβάσιμος
- grounder => εδαφικός
- groundfish => Βυθόψαρα
Definitions and Meaning of groundbreaking in English
groundbreaking (n)
the ceremonial breaking of the ground to formally begin a construction project
groundbreaking (s)
being or producing something like nothing done or experienced or created before
FAQs About the word groundbreaking
καινοτομικός
the ceremonial breaking of the ground to formally begin a construction project, being or producing something like nothing done or experienced or created before
Έξυπνος,δημιουργικός,φρέσκος,καινοτόμος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,περιπετειώδης,επινοητικός,κατάλληλος,όμορφος
κονσέρβα,παράγωγος,βαρετό,Τριμμένο,όχι πρωτότυπο,Γραμμή συναρμολόγησης,κουπ πατ,Ανέφικτο,πεダンτικός,πεζός
groundbreaker => πρωτοπόρος, ground-berry => Κράνμπερι, groundberry => Μύρτιλλο, groundball => Γκράουντμπολ, groundage => ναυλίσκος,