Greek Meaning of groundbreaking

καινοτομικός

Other Greek words related to καινοτομικός

Definitions and Meaning of groundbreaking in English

Wordnet

groundbreaking (n)

the ceremonial breaking of the ground to formally begin a construction project

Wordnet

groundbreaking (s)

being or producing something like nothing done or experienced or created before

FAQs About the word groundbreaking

καινοτομικός

the ceremonial breaking of the ground to formally begin a construction project, being or producing something like nothing done or experienced or created before

Έξυπνος,δημιουργικός,φρέσκος,καινοτόμος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,περιπετειώδης,επινοητικός,κατάλληλος,όμορφος

κονσέρβα,παράγωγος,βαρετό,Τριμμένο,όχι πρωτότυπο,Γραμμή συναρμολόγησης,κουπ πατ,Ανέφικτο,πεダンτικός,πεζός

groundbreaker => πρωτοπόρος, ground-berry => Κράνμπερι, groundberry => Μύρτιλλο, groundball => Γκράουντμπολ, groundage => ναυλίσκος,