Greek Meaning of groundbreaker
πρωτοπόρος
Other Greek words related to πρωτοπόρος
Nearest Words of groundbreaker
- groundbreaking => καινοτομικός
- groundbreaking ceremony => θεμελίωση
- ground-controlled approach => κατεύθυνση προσέγγισης εδάφους
- groundcover => Κάλυμμα εδάφους
- grounded => προσγειωμένος-η
- groundedly => βασισμένη
- ground-effect machine => Σκάφος επί εφέδρου εδάφους
- ground-emplaced mine => Νάρκη εδάφους
- grounden => αβάσιμος
- grounder => εδαφικός
Definitions and Meaning of groundbreaker in English
groundbreaker (n)
someone who helps to open up a new line of research or technology or art
FAQs About the word groundbreaker
πρωτοπόρος
someone who helps to open up a new line of research or technology or art
Καινοτόμος,πρωτοπόρος,πρόδρομος,προάγγελος,πρόδρομος,Πρωτοπόρος τάσεων,προπομπός,κήρυκας,ηγέτης,Βηματοδότης
Ακόλουθος,Μιμητής,Νεοφερμένος,υποστηρικτής του κινήματος #MeToo
ground-berry => Κράνμπερι, groundberry => Μύρτιλλο, groundball => Γκράουντμπολ, groundage => ναυλίσκος, ground zero => σημείο μηδέν,