FAQs About the word pacesetter

πρωτοπόρος

a leading instance in its field, a horse used to set the pace in racing

ηγέτης,πρωτοπόρος,προπομπός,Καινοτόμος,Βηματοδότης,βηματοδότης,Πρωτοπόρος τάσεων,πρόδρομος,πρωτοπόρος,προάγγελος

Ακόλουθος,Μιμητής,Νεοφερμένος,υποστηρικτής του κινήματος #MeToo

pacer => βηματοδότης, pacemaker => Βηματοδότης, paced => ρυθμισμένος, pace lap => Γύρος προθέρμανσης, pace car => αγωνιστικό ασφαλείας,