Greek Meaning of pacesetter
πρωτοπόρος
Other Greek words related to πρωτοπόρος
Nearest Words of pacesetter
Definitions and Meaning of pacesetter in English
pacesetter (n)
a leading instance in its field
a horse used to set the pace in racing
FAQs About the word pacesetter
πρωτοπόρος
a leading instance in its field, a horse used to set the pace in racing
ηγέτης,πρωτοπόρος,προπομπός,Καινοτόμος,Βηματοδότης,βηματοδότης,Πρωτοπόρος τάσεων,πρόδρομος,πρωτοπόρος,προάγγελος
Ακόλουθος,Μιμητής,Νεοφερμένος,υποστηρικτής του κινήματος #MeToo
pacer => βηματοδότης, pacemaker => Βηματοδότης, paced => ρυθμισμένος, pace lap => Γύρος προθέρμανσης, pace car => αγωνιστικό ασφαλείας,