Greek Meaning of practical
Πρακτικός
Other Greek words related to Πρακτικός
- εφαρμόσιμο
- Εφαρμοστικός
- εφαρμοσμένο
- πραγματιστής
- χρήσιμος
- Λειτουργικός
- πρακτικός
- πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
- εφικτό
- λειτουργική
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- ευέλικτος
- Διαθέσιμο
- προσγειωμένος
- εργαζόμενος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
- ωφελιμιστικός
Nearest Words of practical
- practical application => πρακτική εφαρμογή
- practical joke => φάρσα
- practical joker => φαρσέρ
- practical nurse => Νοσηλεύτρια
- practical politics => πρακτική πολιτική
- practicality => πρακτικότητα
- practically => πρακτικά
- practice => Πρακτική
- practice bundling => Πακέτο πρακτικής άσκησης
- practice game => Φιλικό παιχνίδι
Definitions and Meaning of practical in English
practical (a)
concerned with actual use or practice
practical (s)
guided by practical experience and observation rather than theory
being actually such in almost every respect
having or put to a practical purpose or use
FAQs About the word practical
Πρακτικός
concerned with actual use or practice, guided by practical experience and observation rather than theory, being actually such in almost every respect, having or
εφαρμόσιμο,Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,πραγματιστής,χρήσιμος,Λειτουργικός,πρακτικός,πρακτικός,επισκευάσιμος,χρηστικό
αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος
practicably => πρακτικά, practicableness => πρακτικότητα, practicable => πρακτικός, practicability => πρακτικότητα, pr man => Διευθυντής δημοσίων σχέσεων,