Greek Meaning of practicableness

πρακτικότητα

Other Greek words related to πρακτικότητα

Definitions and Meaning of practicableness in English

Wordnet

practicableness (n)

the quality of being usable

FAQs About the word practicableness

πρακτικότητα

the quality of being usable

Εφικτό,εφικτός,Εφικτό,δυνατόν,Πρακτικός,υλοποιήσιμη,βιώσιμος,εφικτό,αποδεκτός,Διαθέσιμο

απελπισμένος,αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτος,Απρόσιτος,ανέφικτο,απίθανο,ανέφικτος,αμφίβολος

practicable => πρακτικός, practicability => πρακτικότητα, pr man => Διευθυντής δημοσίων σχέσεων, pr => δημόσιες σχέσεις, ppp => ppp,