Greek Meaning of unviable

μη βιώσιμο

Other Greek words related to μη βιώσιμο

Definitions and Meaning of unviable in English

unviable

incapable of growth or development

FAQs About the word unviable

μη βιώσιμο

incapable of growth or development

αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτος,μη βιώσιμος,ανέφικτο,απίθανο,ανέφικτος,αμφίβολος,ανώφελο

Εφικτό,Εφικτό,δυνατόν,πρακτικός,βιώσιμος,εφικτό,εφικτός,εφικτό,πιθανός,Πρακτικός

unveils => αποκαλύπτει, untwists => ξεστρέφει, untwisting => ξεστρίψιμο, untwining => ξετυλίγω, untwines => ξετυλίγει,