Greek Meaning of obtainable

εφικτός

Other Greek words related to εφικτός

Definitions and Meaning of obtainable in English

Wordnet

obtainable (s)

capable of being obtained

Webster

obtainable (a.)

Capable of being obtained.

FAQs About the word obtainable

εφικτός

capable of being obtainedCapable of being obtained.

Προσβάσιμο,Διαθέσιμο,αποκτάν,εφικτός,επιπλωμένος,διαθέσιμο,διαθέσιμος,προσφέρονται,αγοράσιμος,δοθείς

απρόσιτος,περιορισμένος,περιορισμένος,Απρόσιτος,μη διαθέσιμο,ανέφικτο,έλλειψη,σπάνιος,σπάνιος,ασυνήθιστος

obtain => αποκτώ, obstupefy => Ναρκώνω, obstupefactive => εκπληκτικός, obstupefaction => απάθεια, obstruent => Εμπόδιο,