Greek Meaning of furnished

επιπλωμένος

Other Greek words related to επιπλωμένος

Definitions and Meaning of furnished in English

Wordnet

furnished (a)

provided with whatever is necessary for a purpose (as furniture or equipment or authority)

Webster

furnished (imp. & p. p.)

of Furnish

FAQs About the word furnished

επιπλωμένος

provided with whatever is necessary for a purpose (as furniture or equipment or authority)of Furnish

προσφέρονται,δοθείς,πανταχού παρών (pantachou parón),διαδεδομένος,αγοράσιμος,ενοικιάσιμος,πανταχού παρών,ευρέως διαδεδομένος,Προσβάσιμο,αποκτάν

απρόσιτος,περιορισμένος,περιορισμένος,Απρόσιτος,μη διαθέσιμο,ανέφικτο,ανεπαρκής,έλλειψη,χαμένος,σπάνιος

furnish => παρέχω, furniment => Επιπλα, furnarius => Αρτοποιός, furnariidae => Ψαριαετοί, furnace room => λεβητοστάσιο,