Greek Meaning of purchasable
αγοράσιμος
Other Greek words related to αγοράσιμος
- Φθαρτός
- δωροδοκήσιμος
- κατεστραμμένο
- στρεβλός
- μισθοφόρος
- δωρολήπτης
- κακός
- αδίστακτος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- βεβηλωμένος
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- ανέντιμος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- κακός
- χάκινγκ
- ανήθικος
- άδικος
- Μακιαβελικός
- ποταπός
- διεστραμμένος
- διεστραμμένος
- άσωτος
- αμαρτωλός
- ύπουλος
- δελεαστικός
- ανήθικος
- Ανήθικος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κακός
- στραβός
- κακός
Nearest Words of purchasable
- purchase => αγορά (agora)
- purchase agreement => Σύμβαση αγοράς
- purchase contract => Σύμβαση αγοράς
- purchase order => Παραγγελία αγοράς
- purchase price => Τιμή αγοράς
- purchaser => αγοραστής
- purchasing => Αγορά
- purchasing agent => υπάλληλος προμηθειών
- purchasing department => Τμήμα προμηθειών
- purdah => πουρδάχ
Definitions and Meaning of purchasable in English
purchasable (s)
capable of being corrupted
available for purchase
FAQs About the word purchasable
αγοράσιμος
capable of being corrupted, available for purchase
Φθαρτός,δωροδοκήσιμος,κατεστραμμένο,στρεβλός,μισθοφόρος,δωρολήπτης,κακός,αδίστακτος,κατευνασμένος,διεφθαρμένος
ηθικός,καλός,ειλικρινής,αδιάφθορος,ηθικός,δίκαιος,ενάρετος,Ευσυνείδητος,συνειδητός,κατακόρυφος
purcell => Πέρσελ, purblind => μύωψ, purau => Πουράου, puranic => πουρανικός, purana => Πουράνα,