FAQs About the word purblind

μύωψ

having greatly reduced vision, lacking in insight or discernment

τυφλός,Τυφλός,αόρατος,αόρατος,τυφλός,μαντίλα στα μάτια,Μ' είδη δεμένα,χωρίς μάτια,Τυφλωμένος από χαλίκια,Τυφλός σαν νυχτερίδα

παρατηρητικός,παρατηρώντας,βλέποντας,τυφλός,αστραφτερός,εύστοχος,Διορατικός,μάτια λύγκα,οξυδερκής,οξυδερκής

purau => Πουράου, puranic => πουρανικός, purana => Πουράνα, purace => Πουρακέ, puppylike => Νεογνού,